μαρινάρω

μαρινάρω
(αόρ. (ε)μαρινάρισα) μετ. мариновать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαρινάρω" в других словарях:

  • μαρινάρω — μαρινάρω, μαρινάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μαρινάρισμα — το [μαρινάρω] ειδικό μαγείρεμα κρέατος ή ψαριών μέσα σε σάλτσα από ντομάτα, ξίδι, αλεύρι και αλάτι, ώστε να διατηρηθούν περισσότερο και να γίνουν νοστιμότερα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»